- προσθαυμάζω
- Αθαυμάζω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσθαύμαζε — προσθαυμάζω wonder at pres imperat act 2nd sg προσθαυμάζω wonder at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθαυμάζοντες — προσθαυμάζω wonder at pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… … Dictionary of Greek
προσθαυμάσασα — προσθαυμάσᾱσα , προσθαυμάζω wonder at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)